Το εξάμηνο η αφορμή, το ζήτημα ο σύλλογος τελικά… (Η εκκίνηση μιας ευρύτερης συζήτησης για το σύλλογο και τις διεκδικήσεις του)

Τις τελευταίες μέρες (και μετά την αναστολή των κινητοποιήσεων των διοικητικών και την επαναλειτουργία του ΕΜΠ) έχει ανοίξει στο σύλλογό μας μια συζήτηση σχετικά με το εξάμηνο, τις κινητοποιήσεις, την επιζητούμενη “ποιότητα σπουδών” και το πανεπιστήμιο. Αν και δεν έχει ανοίξει, κατά την άποψή μας, με σωστούς όρους και επί των πολιτικών διακυβευμάτων της περιόδου, είναι μια συζήτηση στην οποία καλούμαστε να πάρουμε θέση και -ει δυνατόν- να την επανατοποθέτησουμε στην ορθή της βάση.

Σχετικά με το εξάμηνο

Αρχικά, αν θέλουμε να συζητήσουμε για το εξάμηνο, θα πρέπει να ορίσουμε κάποια δεδομένα. Το χαμένο εξάμηνο είναι φύσει ένα κενό στο συνεχές των σπουδών των φοιτητών, ένα “διάλειμμα” που επιβάλλεται και αυξάνει τη συνολική ελάχιστη διάρκεια σπουδών κατά ένα εξάμηνο. Δεν παρακωλύεται ούτε αναιρείται, προφανώς, καμιά άλλη λειτουργία του πανεπιστημίου (ερευνητική ή διοικητική) παρά μόνο η ακαδημαϊκή. Συνεπώς εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ποιούς κατά βάση επιβαρύνει ένα χαμένο εξάμηνο, αλλά και το από ποιούς επιβάλλεται και γιατί στην ιστορία του φοιτητικού κινήματος έχει χρησιμοποιηθεί σαν απειλή/πίεση από το υπουργείο προς τους φοιτητές και σαν μέσο καταστολής των αγώνων. Αυτό ακριβώς είναι που συνέβη και με τον αγώνα στο πλευρό των διοικητικών, καθώς ο Λοβέρδος επικαλλούνταν το εαρινό εξάμηνο (εκπροσωπώντας και όλη εκείνη τη μερίδα φοιτητών που “αγανακτούσε” για το κλειστό ΕΜΠ) για να επισπεύσει την επιστροφή στην ομαλότητα και την αναστολή των κινητοποιήσεων (πράγμα που τελικά και μάλλον κατάφερε…).

Αυτή η βαρύτητα που φέρει το εξάμηνο, σαν τη “δαμόκλειο σπάθη” πάνω από τα κεφάλια των φοιτητών, είναι και ο λόγος που σε περιόδους κινήματος έχει από την πλευρά μας πολλές φορές ακουστεί (και μάλιστα πολλάκις έχουμε κατηγορηθεί γι’ αυτό) ότι δεν είναι το ίδιο το εξάμηνο το διακύβευμα και γι’ αυτό δε θα πρέπει να μπαίνει στη συζήτηση για το πώς θα εξελιχθεί ο εκάστοτε αγώνας. Πολύ περισσότερο, αν το δίπολο για ένα χαμένο εξάμηνο ήταν η νικηφόρα προοπτική και όξυνση μιας κινηματικής διεργασίας, προφανώς και δε θα μας ενδιέφερε η υπεράσπισή του. Σε στιγμές, όμως, όπως είναι και αυτή στην οποία τοποθετούμαστε τώρα, όπου οι κινηματικές διεργασίες έχουν -δυστυχώς, για μας- καμφθεί, η συζήτηση για το εξάμηνο θα πρέπει να περιγράφει τη διεκδίκησή του. Και αυτό γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε πολύ εύκολα να υποπέσουμε σε μια λογική αυτο-τιμωρίας για τη μη συμμόρφωσή μας με τις εντολές του υπουργείου ή σε μια λογική αυτοθυσίας, όπου “σαν καλοί χριστιανοί” θα δεχτούμε τις όποιες κυρώσεις ως τίμημα του αγώνα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το εξάμηνο αποτελούσε (και θα πρέπει να αποτελεί) στοιχείο διεκδίκησης του φοιτητικού κινήματος και σημείο αντιπαράθεσης με το υπουργείο.

Χαμένο εξάμηνο… γιατί;

Κάπου εδώ είναι που έρχεται και το παράδοξο της κουβέντας που έχει ανοίξει στο σύλλογο… Ενώ δεν έχει μπει το δίλημμα του χαμένου ή μη εξαμήνου από το υπουργείο ή τη διοίκηση, αυτό τίθεται τεχνητά ως το μόνο επίδικο της Γενικής Συνέλευσης, πολώνοντας το σώμα. Φτάνει σε σημείο να θεωρείται τόσο μεγάλη ανάγκη να συζητηθεί, ώστε να παρακάμπτει ήδη ορισμένες συλλογικές διαδικασίες και να ακυρώνει το μέχρι πρότινος κέντρο της κουβέντας. Κάτι τέτοιο γίνεται τυχαία ή μήπως είναι αυτό το πραγματικό ερώτημα των φοιτητών; Για μας τίποτα από τα δύο δεν ισχύει… Αντίθετα, πρόκειται για μια στοχευμένη επίκληση σε ένα ζήτημα που αγγίζει τους πάντες και μάλιστα γίνεται με τρόπο ασαφή και αντιφατικό ως προς τις αφετηρίες του. Τα επιχείρηματα δε που χρησιμοποιούνται από τα άτομα που το στηρίζουν είναι κατά πλειοψηφία ατομικίστικα ή αόριστες αναφορές στην “ποιότητα σπουδών” και την “υποβάθμιση του πανεπιστημίου” και δεν περιγράφουν ούτε απαντούν στην πολιτική ουσία του θέματος.

Η κριτική αυτή δε γίνεται επειδή αρεσκόμαστε στο να δημιουργούμε θεωρίες συνωμοσίας (άλλοι το κάνουν καλύτερα από μας…), αλλά γιατί οι απαντήσεις σε πολιτικά επίδικα θα πρέπει να είναι πολιτικές και να φέρουν όλο το βάρος της τοποθέτησής τους. Ειδικά στη σημερινή συγκυρία, όπου τοποθετείται το ερώτημα, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να διερευνώνται οι νέες συνθήκες που επικρατούν. Αυτές είναι: διοικητικό προσωπικό ανύπαρκτο για να καλύψει τις ανάγκες της σχολής (μετά τις απολύσεις/διαθεσιμότητες) και διδακτικό προσωπικό μειωμένο σχεδόν στο ένα τρίτο την τελευταία πενταετία, που αναμένεται να μειωθεί παραπάνω την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά (βλ. εξαγγελία διαθεσιμότητας ως το τέλος του ’14). Ταυτόχρονα, έχει ανοίξει ο δρόμος για την επικύρωση των οργανισμών και των εσωτερικών κανονισμών στα ιδρύματα (ίσως να είναι και η πρώτη αρμοδιότητα των νέων πρυτανικών σχημάτων), που θα εφαρμόσουν στην πράξη τους βασικούς πυλώνες της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης (π.χ. διάσπαση πτυχίων, δίδακτρα, συγχωνεύσεις σχολών, στεγανοποίηση του διοικητικού μοντέλου και των κέντρων εξουσίας). Πριν λίγο καιρό, ο (πρώην) υπουργός διακήρυξε την έναρξη της εφαρμογής των διαγραφών, δίνοντας ένα πρώτο νούμερο που θα αποχωρήσει μέχρι τέλος του έτους.

Όλα αυτά συνθέτουν μια κατάσταση εκρηκτική εντός του πανεπιστημίου, με την επίθεση να είναι πολυδιασπασμένη και συνολική. Μια κατάσταση γενικευμένου χάους, όπου η υποβάθμιση των σπουδών είναι γεγονός και έχει έρθει εδώ και χρόνια σαν αποτέλεσμα των αναδιαρθρωτικών πολιτικών και της εφαρμογής τους από τον εκάστοτε υπουργό, και όχι από τις καταλήψεις και τη διακοπή της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όπου, ταυτόχρονα, η απάντηση και οι αντιστάσεις που πρέπει να ορθωθούν θα κρίνουν όχι μόνο την επιμέρους εφαρμογή της μιας ή της άλλης μεταρρύθμισης, αλλά πραγματικά το μέλλον του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου. Είναι ξεκάθαρο για μας, πως για την ανάδειξη αυτών των αντιστάσεων και τη δημιουργία των κατάλληλων όρων χρειάζονται συνολικές απαντήσεις και παρουσίαση ενός πολιτικού σχεδίου που θα τις υλοποιήσει και όχι λύσεις μερικές ή “πυροτεχνήματα”.

Συνεπώς, όποια αντίληψη (μεμονωμένη ή συλλογική) επιθυμεί να διαπραγματευτεί ή να αναιρέσει τα όσα περιγράφηκαν, θα πρέπει να το κάνει με γνώμονα το αν μπορεί να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από ζητήματα και να βάζει μια συγκεκριμένη στοχοθεσία. Για παράδειγμα, ποια προοπτική μπορεί να δώσει στο τώρα το αίτημα για χάσιμο του εξαμήνου της Αρχιτεκτονικής σχολής στην υπεράσπιση του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου; Με βάση ποιες υλικές συνθήκες αυτό γίνεται και με ποιες συμμαχίες; Σε ποιους κινηματικούς κόμβους αναφέρεται; Τι γίνεται από Σεπτέμβρη; Αν δεν απαντάει σε αυτά, αλλά γενικολογεί στη βάση μιας αόριστης αγωνιστικής φλυαρίας για το ότι “το χαμένο εξάμηνο είναι όπλο στα χέρια του φοιτητικού κινήματος” ή “μέσο άσκησης μιας αντίστροφης πίεσης” είναι τουλάχιστον στρεβλή και τρέφει αυταπάτες στο σύλλογο για το τι μπορεί να πετύχει.

Από την άλλη, αν αποφεύγει να απαντήσει ηθελημένα στο “τι γίνεται μετά;” και επικεντρώνεται στο χάσιμο του εξαμήνου για λόγους ατομικού προγραμματισμού, είναι όχι μόνο στρεβλή αλλά επικίνδυνη. Επιβάλλει, θέλοντας και μη, μια νέα συνθήκη, όπου η ατομική επιλογή/επιδίωξη (με όποια της χροιά) τίθεται πιο πάνω από το συλλογικό συμφέρον, πατώντας μάλιστα σε συλλογικές δομές και αποφάσεις. Έρχεται, θέλοντας και μη, σε απόλυτη αρμονία με τα σχέδια της αστικής στρατηγικής και των εκφραστών της για το “νέο πανεπιστήμιο” (που ούτε δημόσιο, ούτε δωρεάν θα είναι). Και αυτό γιατί για την υλοποίηση αυτής, χρειάζεται το πρόσφορο έδαφος όπου δε θα μπορούν να αναπτυχθούν φωνές αντίστασης, όπου λέξεις όπως κατάληψη και διεκδίκηση θα είναι λέξεις-ταμπού και φόβος για τον κάθε εξατομικευμένο φοιτητή. Δημιουργεί τελικά μια νέα “ομαλότητα” μηδενικής ανοχής σε όποιον πάει να σηκώσει κεφάλι.

Για όλους αυτούς τους λόγους, και επειδή ζούμε σε δύσκολους καιρούς που δεν επιτρέπουν λάθη, ας πάρει ο καθένας μας θέση στα πολιτικά επίδικα και ας αναλογιστεί τις ευθύνες που του αναλογούν.

αριστερή κίνηση αρχιτεκτονικής – εαακ

This entry was posted in προτάσεις+αποφάσεις [γσ], φοιτητικό κίνημα and tagged , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε